περιωδύνως

περιωδύνως
Α
επίρρ. βλ. περιώδυνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιωδύνως — περιώδυνος exceeding painful adverbial περιώδυνος exceeding painful masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσφατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθρήνητος καὶ μοχθηρᾱς ἐπιφωνήσεως ἄξιος, ἐπονείδιστος». επίρρ... περισφάτως 1. κατά τρόπο επονείδιστο 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιωδύνως, περιβοήτως» 3. φρ. «περισφάτως ἔχω» είμαι λυπημένος, μελαγχολικός (Τραγ. Αδέσπ.).… …   Dictionary of Greek

  • περιώδυνος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο 2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο. επίρρ... περιωδύνως με πολύ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αν ώδυνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”